- εἰσαγόμενα
- εἰσάγωlead inpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσαγομένας — εἰσαγομένᾱς , εἰσάγω lead in pres part mp fem acc pl εἰσαγομένᾱς , εἰσάγω lead in pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λάρνακας (Κύπρου), Επαρχιακό — Η συλλογή του μουσείου (Πλατεία Καλογραιών, Λάρνακα), που χτίστηκε το 1969 και εκτίθεται με χρονολογική σειρά σε τέσσερις αίθουσες, περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Λάρνακας, η οποία είχε κατοικηθεί πολύ πριν από την ίδρυση της… … Dictionary of Greek
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
δασμολόγιο — το 1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται 2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» αυτό που… … Dictionary of Greek
εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… … Dictionary of Greek
ελλιμενικός — ἐλλιμενικός, ή, όν (Α) (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐλλιμενικά λιμενικός φόρος σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα είδη … Dictionary of Greek
εξωπρασία — ἐξωπρασία, η (Μ) φόρος για εισαγόμενα είδη … Dictionary of Greek
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek
κουμέρκι — το 1. τελωνειακός δασμός που εισέπρατταν οι Βυζαντινοί για τα εισαγόμενα προϊόντα, το κομμέρκιον* 2. παροιμ. «ο βλάχος, αν δεν τού πάρουν το σκιάδι, δεν πλερώνει το κουμέρκι» λέγεται γι αυτούς που αντιστέκονται στην εκτέλεση αναπόφευκτων πράξεων … Dictionary of Greek